- ποθεινότατος
- -άτη, -ον,ΜΑπάρα πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος («Ἰησοῡ μου ποθεινότατε ἔκραζεν ἡ Παρθένος», Εγκ. Επιταφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. υπερθ. βαθμός τού επιθ. ποθεινός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποθεινότατος — ποθεινός full of longing masc nom superl sg ποθεινός full of longing masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)